εξειργασμένος

εξειργασμένος
η, ον тщательно выделанный, выработанный, обработанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξειργασμένος" в других словарях:

  • ἐξειργασμένος — ἐξεργάζομαι work out perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑξειργασμένος — ἐξειργασμένος , ἐξεργάζομαι work out perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαρός — και μυσερός, ή, ὁ (ΑΜ μυσαρός, ά, όν, Μ και μυσερός, ή, ο) σιχαμερός, απεχθής, βδελυρός («μυσαρός δολοφόνος») μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυσαρός είδος μικρής σαύρας αρχ. 1. ακάθαρτος, μιαρός («αἷμα μητρὸς μυσαρὸν ἐξειργασμένος», Ευρ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»